- ἐναποθνῄσκειν
- ἐναποθνήσκωpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐναποθνήσκειν — ἐναποθνήσκω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναποθνήσκω — ἐναποθνήσκω (Α) 1. πεθαίνω σ έναν τόπο («μήτε ἐναποθνήσκειν ἐν τῇ νήσῳ», Θουκ.) 2. πεθαίνω ανάμεσα ή μαζί με άλλους 3. πεθαίνω κατά τη διάρκεια ή την εκτέλεση ενός έργου 4. πεθαίνω ενώ βρίσκομαι σε μια κατάσταση 5. πεθαίνω από μια αιτία … Dictionary of Greek